ναυλοχώ

ναυλοχώ
(ε) αμετ. стоять на якоре (в порту или на якорной стоянке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ναυλοχώ" в других словарях:

  • ναυλοχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ναυλοχώ — (Α ναυλοχῶ, έω) [ναύλοχος] νεοελλ. (ιδίως για πολεμικό πλοίο και για μοίρα στόλου) παραμένω σε λιμάνι ή σε όρμο, είμαι αγκυροβολημένος αρχ. (για πλοία με επιβάτες) παραμένω αγκυροβολημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και καιροφυλακτώ για να επιτεθώ κατά… …   Dictionary of Greek

  • ναυλοχώ — ναυλόχησα (για πλοία), μένω σε λιμάνι, είμαι αραγμένος: Στολιμάνιτου Πειραιά ναυλοχεί μοίρα του πολεμικού ναυτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυλοχῶ — ναυλοχέω lie in a harbour pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυλοχέω lie in a harbour pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενναυλοχούμαι — ἐνναυλοχοῡμαι, έομαι (Α) [ναυλοχούμαι] ναυλοχώ, είμαι αγκυροβολημένος, αραγμένος κάπου …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»